Δημογραφική και κοινωνική γήρανση στην Ελλάδα

Βύρων Κοτζαμάνης, Δ/ντής ερευνών Ι.Δ.Ε.Μ. (*)

05.04.2024

 Η δημογραφική  γήρανση είναι μία από τις σημαντικότερες προκλήσεις (προκλήσεις δεν νοούνται μόνο ως προβλήματα, αλλά και ως  ευκαιρίες και προοπτικές αλλαγών) που καλούνται να αντιμετωπίσουν οι ανεπτυγμένες χώρες του πλανήτη.  Όμως, οι μελλοντικές επιπτώσεις της συχνότατα προσεγγίζονται  στη βάση συντεταγμένων του παρελθόντος και του παρόντος, συνήθως στο πλαίσιο ενός στατικού μοντέλου ανάλυσης. Έχουμε έτσι και στη χώρα μας την ανάπτυξη πλήθους σεναρίων, τα οποία ακόμα και στην περίπτωση που αποδέχονται την εμφάνιση νέων μηχανισμών που θα παίζουν όλο και σημαντικότερο ρόλο στη μελλοντική γήρανση των κοινωνιών μας, θεωρούν ότι παρά την επιμήκυνση της προσδοκώμενης ζωής, οι φάσεις των κύκλων ζωής θα παραμείνουν κατά το μάλλον ή ήττον σταθερές, ενώ ταυτόχρονα θέτουν τη βιολογική ηλικία ως μια «φυσική» κατηγορία, ξεχνώντας ότι τα κριτήρια ταξινόμησης του κοινωνικού κόσμου, ακόμα και αυτά που θεωρούνται ως τα πλέον «φυσικά» (όπως η ηλικία) παραπέμπουν πάντοτε σε ένα κοινωνικό υπόβαθρο.

Η στατική αυτή θεώρηση έχει και άλλες, ακόμη σημαντικότερες συνέπειες: Οι εντασσόμενοι στο κυρίαρχο ρεύμα οδηγούνται σε προβολές και διατυπώσεις σεναρίων για το μέλλον, μεταβάλλοντας συνήθως μόνον τις δημογραφικές συνιστώσες, αλλά διατηρώντας σχεδόν σταθερές τις άλλες συντεταγμένες (ή ακόμη, προβάλλοντας ευθύγραμμα και μηχανικά τις τάσεις του απώτερου ή άμεσου παρελθόντος, όπως π.χ. την παραγωγικότητα). Συνεπώς, καταλήγουν σε μια εικόνα για το μέλλον, όπου ο πληθυσμός ως ο μόνος δυναμικός παράγοντας που λαμβάνεται υπ’ όψη, μεταβαλλόμενος, οδηγεί στην ανισορροπία του συστήματος ή ακόμη και στην «έκρηξή» του. Οι προσεγγίσεις αυτές έρχονται δε να επιβεβαιώσουν τη διάχυτη στην κοινή γνώμη ιδέα για τις καταστροφικές συνέπειες της γήρανσης (συνέπειες που εδράζονται και στην ταύτιση της ατομικής με την «κοινωνική» γήρανση), ενώ τα «επιστημονικά» δεδομένα ενισχύουν τις προϋπάρχουσες προϊδεάσεις/προκαταλήψεις, οδηγώντας αβίαστα σχεδόν στο συμπέρασμα ότι η δημογραφική γήρανση θα ευθύνεται αποκλειστικά σχεδόν για τη μελλοντική διατάραξη, εάν όχι για τη ρήξη, των μεγάλων κοινωνικό-οικονομικών μας ισορροπιών.

Οι οικονομολόγοι μονοπωλούν το πεδίο  δίδοντας έμφαση στις αρνητικές συνέπειες που απορρέουν από την αυξανόμενη αναλογία των ηλικιωμένων (περιορισμένες δυνατότητες προσαρμογής στις νέες συνθήκες, μειωμένη κινητικότητα, δυσκολία απόκτησης νέων γνώσεων, ακαμψία στην αγορά της εργασίας κ.λπ.). Ταυτόχρονα, επικεντρώνονται σχεδόν αποκλειστικά στην επάγωγη της δημογραφικής γήρανσης ταχύτατη ανάπτυξη των δαπανών που αφορούν, κυρίως, τις συντάξεις και την υγεία/ περίθαλψη των ηλικιωμένων. Τα επιχειρήματα είναι ισχυρά και τα μοντέλα προσομοίωσης που χρησιμοποιούνται τα επιβεβαιώνουν. Σε τελευταία ανάλυση, θεωρείται ότι, με βάση τις διαγραφόμενες τάσεις, τα εισοδήματα των ενεργών τίθενται σε κίνδυνο, ο επιμερισμός των μεταφερόμενων ποσών ανάμεσα στις διάφορες κατηγορίες των μη ενεργών καθίσταται ιδιαίτερα δύσκολος, ενώ στον ορίζοντα διαγράφονται και εντάσεις ανάμεσα στις γενεές δυνάμενες να οδηγήσουν στον «πόλεμο των ηλικιών», με αποτέλεσμα οι σύγχρονες κοινωνίες μας να εισέλθουν σε περίοδο κοινωνικό-οικονομικής κρίσης.

Σε ένα πρώτο επίπεδο ανάλυσης βρισκόμαστε μπροστά σε μια σχετικά απλή σχέσης αιτίου- αιτιατού, όπου οι δαπάνες για τους ηλικιωμένους αποτελούν την εξαρτημένη μεταβλητή, η δε δημογραφική γήρανση συνιστά τον καθοριστικό παράγοντα εκτόξευσής τους στα ύψη. Όμως, οι σχέσεις είναι πλέον περίπλοκες απ’ ό,τι συνήθως παρουσιάζονται καθώς υπεισέρχονται τρεις συνιστώσες: η δημογραφική, η οικονομική, καθώς και η κοινωνικο-πολιτική (θεσμική).

Όσον αφορά την τελευταία διάσταση -για την δεύτερη έχουμε, ήδη, αναφερθεί- οι ανεπτυγμένες κοινωνίες «κατασκεύασαν» εν πολλοίς τη γήρανσή τους: Επιθυμώντας να την ταυτίσουν με μια περίοδο κατάκτησης της ελευθερίας σε βάρος των καταναγκασμών του χρόνου πέτυχαν τελικά να διευρύνουν την εξάρτηση των ηλικιωμένων στον οικονομικό, κοινωνικό και ιατρικό τομέα. Ειδικότερα, με τις πολιτικές που υιοθετήθηκαν μέχρι σήμερα, πολιτικές που θεωρητικά είχαν ως στόχο τη διεύρυνση της αυτονομίας των ηλικιωμένων, ενίσχυσαν την εξάρτησή τους, ορίζοντάς τους βασικά ως απλούς αποδέκτες υπηρεσιών και περιχαρακώνοντάς τους σε εξειδικευμένα δίκτυα κατανάλωσης, με αποτέλεσμα να αντιμετωπίζονται ως ομάδα που «επωφελείται» μονομερώς της μεταφοράς κοινωνικών πόρων. Ταυτίζοντας τη γήρανση με ένα χρονικό διάστημα κατά το οποίο τα άτομα επιβιώνουν εις «βάρος» της κοινωνίας -ιδιαίτερα σε μια περίοδο όπου διαφαίνεται ότι οι οικονομικές ροές ανάμεσα στις γενεές δύσκολα εξισορροπούνται- έθεσαν ταυτόχρονα σε κίνηση τους μηχανισμούς που οδηγούν στην κοινωνική υποβάθμιση της ομάδα αυτής. Σε τελευταία ανάλυση, με την άκριτη συχνά αποδοχή των επιχειρημάτων ενός καταστροφολογικού λόγου και των στερεότυπων που αναφέρονται στη γήρανση, με την επικράτηση ξεπερασμένων συχνά επιχειρημάτων και μιας λαϊκίστικης ευαισθητοποίησης, με την «ανθρωπιστική» αντιμετώπιση του κοινωνικού αποκλεισμού των ηλικιωμένων, την έλλειψη διορατικότητας, καθώς και προοπτικής θεώρησης συνέβαλαν και στη δημιουργία επιπλέον προβλημάτων που θα κληθούν να επιλύσουν στο  εγγύς μέλλον.

Βρισκόμαστε πλέον και στη Ελλάδα, όπως και σε όλες γηράσκουσες ανεπτυγμένες χώρες,  σε μια κρίσιμη καμπή, σε μια αβέβαιη μεταβατική περίοδο. Και στη χώρα μας η μέλλουσα ιστορία της γήρανσης δεν έχει ακόμη γραφεί και οι κοινωνικοί φορείς διστάζουν να επιλέξουν ανάμεσα στα υπάρχοντα σενάρια, σενάρια που δεν έχουν ούτε την ίδια οικονομική και κοινωνική βαρύτητα, ούτε τις ίδιες πιθανότητες επαλήθευσης. Όσον μας αφορά, θα υπενθυμίσουμε ότι η αυξανόμενη δημογραφική γήρανση συνοδεύεται και από ένα βιολογικό «rajeunissement» των ατόμων που εντάσσονται προοδευτικά στην τρίτη ή τέταρτη ηλικία (γεγονός που τους κάνει να είναι νεότεροι στις ίδιες ηλικίες απ’ ότι οι γονείς τους) και θα υποστηρίξουμε ότι με δεδομένη τη μη αναστρέψιμη μεσοπρόθεσμα αύξηση του αριθμού και του ειδικού βάρους των ηλικιωμένων μια  από τις επιλογές είναι και ο περιορισμός των παραγόντων που οδηγούν στην «κοινωνική» γήρανση, γήρανση που εγκυμονεί ενδεχομένως κινδύνους μεγαλύτερους αυτών που απορρέουν από την αλλαγή των δημογραφικών δομών. Η χειρότερη επιλογή συνίσταται, στον εγκλωβισμό της κοινωνίας μας στις υπάρχουσες δομές και μηχανισμούς λειτουργίας, στους παρόντες μηχανισμούς σύλληψης και θεώρησης των «προβλημάτων», στην εμμονή στα ισχύοντα συστήματα αφαίρεσης κοινωνικών πόρων και αναδιανομής. Η καλύτερη μάλλον επιλογή συνίσταται στη διεύρυνση των ηλικιακών συνόρων, στη δημιουργία εναλλακτικών επιλογών ανάμεσα στην εργασία, τον ελεύθερο χρόνο και την εκπαίδευση στη διάρκεια των διαδοχικών κύκλων της ζωής, στη μερική κατάργηση των τειχών που διαχωρίζουν την ενεργή από τη μη ενεργή ζωή, στην ανάδειξη και αξιοποίηση του τεραστίου αποθέματος δυνάμεων και πόρων που κατέχουν τα άτομα της αποκαλούμενης ευσχήμως «τρίτης» ή ακόμη και «τέταρτης» ηλικίας». Συνίσταται, επίσης, στη δόμηση νέων πολιτικών, στην «επανεφεύρεση» της γήρανσης και στην αναδόμηση των θεσμών, στην αλλαγή των νοοτροπιών, στην αναθεώρηση της οπτικής γωνίας σύλληψης και προσέγγισης του «προβλήματος» και, τέλος, στη δυναμική, οργανωμένη εμφάνιση στο προσκήνιο των άμεσα ενδιαφερομένων που θα πάψουν να αποτελούν μόνον στατιστικές κατηγορίες.

Η πρόκληση είναι παρούσα: Από τις λύσεις που θα δοθούν, θα κριθεί εάν ο κοινωνικός στιγματισμός, η περιθωριοποίηση των «ηλικιωμένων» -επάγωγο της έως σήμερα θεωρούμενης απουσίας «συλλογικής χρησιμότητάς» τους- θα αρθεί, εάν το κοινωνικό ρολόι θα προλάβει το βιολογικό, εάν η ανισορροπία ανάμεσα στις δύο βασικές συνιστώσες της γήρανσης (κοινωνική /δημογραφική), που αποτελεί απειλή, είναι δυνατόν να ανατραπεί. Από τις επιλογές που θα γίνουν θα κριθεί ταυτόχρονα, εάν «ευγενείς» δραστηριότητες (όπως η φροντίδα- θεραπεία) που θεωρούνται σήμερα ακόμη σε μεγάλο βαθμό ως μη «παραγωγικές» θα αποκτήσουν τη θέση που τους ανήκει, ώστε να δυναμιτίσουν την οικονομία του μέλλοντος σε συνδυασμό και με την αυξημένη ζήτηση προϊόντων και υπηρεσιών για τους ηλικιακά μεγαλύτερους.

Οι τρόποι προσαρμογής μας στη γήρανση ποικίλλουν φυσικά και είναι άμεση συνάρτηση των πολιτικών που θα υιοθετηθούν  και του χρόνου που θα έχουμε από τη στιγμή που θα αποφασίσουμε να δράσουμε. Το ερώτημα δε που βάσιμα δύναται να τεθεί και στη χώρα μας είναι εάν οι προαναφερθείσες αναδιαρθρώσεις και ανακατατάξεις μπορούν να πραγματοποιηθούν χωρίς -εκτός των άλλων- αλλαγές στο παραγωγικό μας μοντέλο και στους τρόπους παραγωγής και διανομής του συλλογικού πλούτου, αλλαγές που απαιτούνται εξαιτίας -εκτός των άλλων- και των δημογραφικών μας εξελίξεων. Από την απάντηση στο ερώτημα αυτό θα κριθεί και εάν η συλλογική και διαγενεακή αλληλεγγύη που όλοι επικαλούνται είναι μύθος ή πραγματικότητα…