Ενώ στη μεταπολιτευτική περίοδο η νεοελληνική κοινωνία προσπαθεί να υπερβεί τις αδυναμίες της, να ενισχύσει την αδύναμη αυτογνωσία της και ταυτόχρονα να αναδείξει και να αναλύσει τα προβλήματα που ανακύπτουν (προβλήματα που προσλαμβάνουν ιδιαίτερα επείγοντα χαρακτήρα), στο πεδίο της δημογραφίας παρά τις φιλότιμες προσπάθειες κάποιων δημογράφων -και παρόλο το αυξανόμενο ενδιαφέρον των διαδοχικών κυβερνήσεων, των πολιτικών κομμάτων και της κοινωνίας των πολίτων για τα πληθυσμιακά δεδομένα-, η δημογραφική έρευνα[1] και εκπαίδευση[2] σε αντίθεση με όλες τις άλλες ανεπτυγμένες χώρες, είναι ακόμη περιθωριακή[3]. Βρισκόμαστε δε ταυτόχρονα ενώπιον μιας ισχυρής αντίφασης: αντί της ανάπτυξης της έρευνας στο πεδίο αυτό, την ανάπτυξη του πολύ-επιστημονικού της χαρακτήρα, του συγκερασμού των αποτελεσμάτων της εφαρμοσμένης δημογραφικής ανάλυσης με τα κεκτημένα συγγενών γνωστικών πεδίων, διαπιστώνουμε αφενός μεν την ελλιπή ανάπτυξη της έρευνας σε θέματα που άπτονται των πληθυσμιακών μας εξελίξεων (ειδικότερα δε της δημογραφικής έρευνας[4]) αφετέρου δε την κατακόρυφη αύξηση του ενδιαφέροντος για τα δημογραφικά μας δρώμενα τόσο από τους πολιτικούς, τα ΜΜΕ και την κοινή γνώμη, όσο και από πλήθος προερχομένων από διαφορετικά πεδία επιστημόνων οι οποίοι όμως, συνήθως, δεν διαθέτουν τα αναγκαία εφόδια για τη διείσδυση στη δημογραφική πραγματικότητα και την προσέγγιση των δημογραφικών φαινομένων.
Η αναγκαιότητα ανάπτυξης της έρευνας και της εκπαίδευσης στο πεδίο της Δημογραφίας έχει ακόμη μια φορά επισημανθεί στο πόρισμα της Διακομματικής Επιτροπής της Βουλής που κατατέθηκε και συζητήθηκε στην Ολομέλειά της πρόσφατα.[5] Η ελλιπής ανάπτυξή τους –και προφανώς η απουσία ενός εξειδικευμένου φορέα–[6] είχε και έχει ευρύτερες επιπτώσεις, καθώς:
i) Επηρέασε και επηρεάζει εμμέσως και την έρευνα γενικότερα καθώς υπό τις υφιστάμενες συνθήκες, τμήμα των ερευνητών που δραστηριοποιούνται σε συγγενή πεδία βρίσκονται, ελλείψει εισροών από έναν φερέγγυο φορέα, αντιμέτωποι με την πενία δημογραφικών δεδομένων και αναλύσεων, που δεν τους επιτρέπουν να λάβουν υπόψη τους στην θεώρησή τους την παράμετρο «πληθυσμός», θέτοντάς τους εμπόδια στην πλήρη κατανόηση των φαινομένων που μελετούν.
ii) Δεν επιτρέπει την συνειδητοποίηση ότι η «Δημογραφία» αποτελεί καθοριστικό παράγοντα για το μέλλον, παράγοντα που δεν έχουμε πλέον την πολυτέλεια να υποτιμούμε και το «δημογραφικό» είναι σήμερα μια από τις μεγάλες προκλήσεις (με τον όρο πρόκληση δεν νοούνται μόνο προβλήματα, αλλά επίσης ευκαιρίες και προοπτικές αναδιάρθρωσης) που καλείται να αντιμετωπίσει η ελληνική κοινωνία.
και ταυτόχρονα
iii) Δεν επιτρέπει στους έχοντες την ευθύνη σχεδιασμού και λήψης αποφάσεων σε πλήθος πεδίων σε εθνικό και περιφερειακό επίπεδο, να έχουν μια σαφή εικόνα για τις δημογραφικές εξελίξεις και τις επιπτώσεις τους και να τις λάβουν υπόψη στην λήψη των όποιων μέτρων, τομεακών και χωρικών πολιτικών.
Η αναγκαιότητα, δημιουργίας ενός εξειδικευμένου φορέα
Εκ των προαναφερθέντων είναι προφανής η αναγκαιότητα δημιουργίας ενός εξειδικευμένου φορέα η δημιουργία του οποίου δεν προσκρούει σήμερα στην έλλειψη επιστημονικού δυναμικού. Την πρωτοβουλία αυτή θα μπορούσαν να στηρίξουν τόσο οι εξειδικευμένοι επιστήμονες που ενδιαφέρονται να συνδράμουν στην ανάπτυξη της δημογραφικής έρευνας, όσο και μια ευρύτερη ομάδα επιστημόνων για τους οποίους ο πληθυσμός αποτελεί μια σημαντική μεταβλητή στην έρευνά τους. Τέλος, θα μπορούσε να στηριχθεί σε νέους ερευνητές, που έχοντας περατώσει την διδακτορική τους διατριβή σε συναφή ή συγγενή πεδία, θα επιθυμούσαν να συμμετάσχουν στα ερευνητικά προγράμματα που θα ανέπτυσσε, αξιοποιώντας εθνικούς και μη πόρους.
Ένας τέτοιος φορέας δεν θα προσέδιδε μόνον μια σημαντική ώθηση στην δημογραφική έρευνα αλλά θα προσέφερε και σημαντικές υπηρεσίες τόσο σε φορείς χάραξης δημογραφικής- και όχι μόνον- πολιτικής (φορείς που δεν είναι πλέον δυνατόν να μην λαμβάνουν υπόψη τι επιπτώσεις των δημογραφικών εξελίξεων) όσο και σε φορείς του ιδιωτικού τομέα όταν στον σχεδιασμό και λήψη αποφάσεων υπεισέρχεται, εκτός των άλλων, η παράμετρος πληθυσμός (μέγεθος, δομή, κατανομή στον χώρο, επι μέρους χαρακτηριστικά).
Οι στόχοι του
Ο φορέας αυτός θα πρέπει να έχει ως βασικές αρχές την διαφάνεια, την λογοδοσία, την αντικειμενικότητα και την αξιοπιστία. Κύρια αποστολή του θα πρέπει να είναι αφενός μεν η παρακολούθηση, ανάλυση, αποτύπωση και χαρτογράφηση των πληθυσμιακών μας εξελίξεων σε εθνικό και περιφερειακό επίπεδο, αφετέρου δε η διεξαγωγή ερευνών και μελετών και η διάθεση στους υπεύθυνους για τη διαμόρφωση πολιτικής, στην ακαδημαϊκή και την ευρύτερη επιστημονική κοινότητα, στους φορείς επιχειρηματικότητας και εργασίας ως και στο ευρύ κοινό, αναλύσεων και εμπεριστατωμένων προτάσεων, με απώτερο στόχο την συμβολή στη διαμόρφωση τεκμηριωμένων λύσεων για την αντιμετώπιση των δημογραφικών προκλήσεων ενθαρρύνοντας ταυτόχρονα τον ανοιχτό διάλογο και την δημόσια συζήτηση.
Οι υπηρεσίες ενός τέτοιου φορέα είναι σημαντικές καθώς οι κοινωνίες μας στην εποχή της ραγδαίας ανάπτυξης των μέσων επικοινωνίας και μαζικής ενημέρωσης βιώνουν ένα παράδοξο: ενώ βρισκόμαστε καθημερινά εκτιθέμενοι σε πληθώρα πληροφοριών, καθίσταται εξαιρετικά δύσκολο να επιλέξουμε και να χρησιμοποιήσουμε εκείνες που θα μας επιτρέψουν να διαμορφώσουμε τεκμηριωμένη άποψη. Η δημοκρατία μας όμως βασίζεται σε συνειδητοποιημένες επιλογές και σε ενημερωμένους πολίτες, η συνειδητοποίηση δε προέρχεται κυρίως από τη διεξοδική γνώση των δεδομένων, την κριτική σκέψη και την επεξεργασία της γνώσης. Σε κεντρικά όμως θέματα, όπως και στο «δημογραφικό» που έχει αναδειχθεί σε «εθνικό», το υφιστάμενο έλλειμα σε εκπαίδευση, έρευνα και επιστημονική εκλαΐκευση και η ισχνή δημογραφική μας παιδεία έχουν σημαντικές επιπτώσεις καθώς ο ιδεολογικός λόγος προτάσσεται συχνά του επιστημονικού επηρεάζοντας αναπόφευκτα τόσο τον δημόσιο διάλογο για τις δημογραφικές εξελίξεις και προοπτικές της χώρας μας και τις επιπτώσεις τους, όσο και τις προτάσεις πολιτικής. Ο δημιουργούμενος φορέας θα κάλυπτε το έλλειμα αυτό προσφέροντας μια αντικειμενική πληροφόρηση σε όσο το δυνατό περισσότερους πολίτες, δίδοντάς τους ταυτόχρονα τη δυνατότητα να ενημερωθούν και να συμμετάσχουν στο δημόσιο διάλογο με τεκμηριωμένα επιχειρήματα.
Η δημιουργία του Ινστιτούτου Δημογραφικών Ερευνών και Μελετών
Η αναγκαιότητα δημιουργίας ενός φορέα με τους προαναφερθέντες στόχους είναι προφανής. Την πρωτοβουλία δημιουργίας του θα μπορούσαν να αναλάβουν μεγάλα κοινωφελή Ιδρύματα σε συνεργασία με ιδιωτικούς φορείς (τράπεζες, ΔΕΚΟ και μεγάλες ιδιωτικές επιχειρήσεις), ιδρύματα που στους στόχους τους θέτουν της ενίσχυση της έρευνας και της εκπαίδευσης, την επιβράβευση της ακαδημαϊκής και ερευνητικής παραγωγής και την ενδυνάμωση της κοινωνίας των πολιτών. Η πρωτοβουλία αυτή θα μπορούσε φυσικά να αναληφθεί και Δημόσιους φορείς και η λειτουργία του να τεθεί υπό την αιγίδα κάποιου πολιτειακού παράγοντα. Δυστυχώς όμως μέχρι σήμερα τίποτε από αυτά δεν έχει γίνει.
Έτσι, την πρωτοβουλία για την δημιουργία του με την μορφή ενός ανεξάρτητου μη κερδοσκοπικού φορέα αναλάβαμε δημιουργώντας το Ινστιτούτο Δημογραφικών Ερευνών και Μελετών. Το ΙΔΕΜ διασφαλίζει την βιωσιμότητά του παρέχοντας εξειδικευμένες υπηρεσίες συνεργαζομένο με το Εργαστήριο Δημογραφικών και Κοινωνικών Αναλύσεων (ΕΔΚΑ) του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας με το οποίο έχει πρόσφατα υπογράψει μνημόνιο συνεργασίας επικαιροποιώντας και αξιοποιώντας τις υφιστάμενες γεω-βάσεις, τους αλγορίθμους ανάλυσης ως και το υλικό τεκμηρίωσης (μεταδεδομένα). Για την υλοποίηση των στόχων του το ΙΔΕΜ επιδιώκει συνεργασία και συνέργειες και με άλλους δημόσιους και ιδιωτικούς ερευνητικούς/μελετητικούς φορείς, με φορείς που δημιουργήθηκαν από τους κοινωνικούς εταίρους στη χώρα μας ως και με ιδρύματα τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό που δραστηριοποιούνται σε συγγενή πεδία. Στοχεύει στη συμμετοχή του, σε συνεργασία με αυτά, σε ανταγωνιστικά χρηματοδοτούμενα προγράμματα από εθνικούς, και διεθνείς φορείς (ΕΕ, Διεθνή Τράπεζα, EFTA, ΔΟΜ, κοκ), ενώ επικουρικά, επιδιώκει και τη στήριξή του από χορηγίες και δωρεές φορέων που ενδιαφέρονται για την υλοποίηση των στόχων του και, ειδικότερα, για την υλοποίηση ειδικών γεγονότων και δράσεων.
[1] Οι εξειδικευμένοι ερευνητές που ασχολούνται με την έρευνα στο πεδίο αυτό είναι ελάχιστοι και διάσπαρτοι, η μόνη δε θεσμοθετημένη σήμερα δομή είναι το Εργαστήριο Δημογραφικών και Κοινωνικών Αναλύσεων (ΕΔΚΑ) του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας.
[2] Το αντικείμενο της δημογραφίας διδάσκεται από ελάχιστους ΔΕΠ στα προγράμματα σπουδών λιγότερων από δέκα ακαδημαϊκών Τμημάτων ενώ ταυτόχρονα ανάμεσα στις εκατοντάδες Προγράμματα Μεταπτυχιακών Σπουδών δεν υπάρχει ούτε ένα στην Δημογραφία (το μοναδικό υφιστάμενο πρόγραμμα σε συνεργασία με γαλλικό ΑΕΙ ανέστειλε την λειτουργία του του το 2015 και πρόταση για δημιουργία ενός νέου που καταθέσαμε απορρίφθηκε πριν από μια πενταετία από το Ανοιχτό Πανεπιστήμιο).
[3] Δεν είναι πχ τυχαίο ότι δεν διαθέτουμε σε τακτά χρονικά διαστήματα μια έγκυρη έκθεση για τις δημογραφικές μας εξελίξεις (έκθεση που εκπονείται σε όλες τις χώρες-μέλη της Κοινότητας από εξειδικευμένες ερευνητικές μονάδες περιέχοντας συνοπτικά, αξιόπιστα, οργανωμένα και επιστημονικά σχολιασμένα δημογραφικά δεδομένα), για την ενημέρωση τόσο όσων στη διαδικασία λήψης αποφάσεων σε διάφορα επίπεδα είναι υποχρεωμένοι να λάβουν υπόψη την παράμετρο «πληθυσμό» όσο και για την ενημέρωση της κοινωνίας των πολιτών.
[4] Υπενθυμίζουμε ότι Η ΕΛΣΤΑΤ δεν διεξάγει έρευνα: συλλέγει και δημοσιοποιεί τα απαιτούμενα για την έρευνα δεδομένα
[5] Βλέπε ειδικότερα, Έκθεση της διακομματικής κοινοβουλευτικής Επιτροπής για το δημογραφικό, Αθήνα, 2019, σελ. 207
[6] Η τελευταία προσπάθεια για την Ίδρυση ενός Ινστιτούτου Κοινωνικής Δημογραφίας και Έρευνας (Νόμος 3454 για την «Ενίσχυση της Οικογένειας και λοιπές διατάξεις», Εφ. της Κυβερνήσεως, Τεύχος Α, ΦΕΚ 75,7/4/2006), δεν ευοδώθηκε. Η θεσμοθέτησή του Ινστιτούτου αυτού ήταν απόρροια μακρόχρονων προσπαθειών για την δημιουργία ενός τέτοιου ερευνητικού φορέα (βλ. τις συνεχείς επερωτήσεις στο ελληνικό κοινοβούλιο και τα πορίσματα της διακομματικής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής της Βουλής το 1993 για την «Μελέτη του δημογραφικού προβλήματος της χώρας και την διατύπωση προτάσεων για την αποτελεσματική αντιμετώπισή του» ως και την πρωτοβουλία της Ολομέλειας της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής, που το 2003).