Βύρων Κοτζαμάνης, Δ/ντής ερευνών Ι.Δ.Ε.Μ. (*)
01.04.2024
Η δημογραφική εικόνα της χώρας μας διαφέρει σήμερα σε μεγάλο βαθμό από αυτήν της πρώτης μεταπολεμικής δεκαετίας και το «δημογραφικό» αναδεικνύεται έως ένα από τα ζητήματα που πρέπει να αντιμετωπισθούν άμεσα. Συνοψίζοντας τα βασικά χαρακτηριστικά του -μεταξύ άλλων- θα αναφέρουμε:
1) την υπερσυγκέντρωση του πληθυσμού σε ένα εξαιρετικά περιορισμένο τμήμα της επικράτειας, καθώς το 50% διαμένει σε 75 από τις 6138 Δημοτικές-Τοπικές Κοινότητες (ΟΤΑ) που καλύπτουν μόλις το 2% της επικράτειας (άμεση συνέπεια της εσωτερικής μετανάστευσης)
2) την επιβράδυνση μετά το 1995 της αύξησης του προσδόκιμου ζωής στη γέννηση[i] και στα 65 έτη,
3) τη μείωση του αριθμού των γεννήσεων, καθώς οι γυναίκες που γεννήθηκαν γύρω στο 1985 έφεραν στον κόσμο λιγότερα 1,5 παιδιά, ενώ οι μητέρες τους που γεννήθηκαν το 1960 έκαναν 2,0, με αποτέλεσμα και την πτώση των γεννήσεων μετά το 1980,
4) τη συνεχή αύξηση του ειδικού βάρους των 65 ετών και άνω (από το 6,8% το 1951 στο 23% σήμερα) και τη συρρίκνωση των άλλων δύο μεγάλων ηλικιακών ομάδων (των 0-19 και των 20-64 ετών,
5) τη συνεχή αύξηση των θανάτων λόγω της αύξησης του πλήθους και του ειδικού βάρους των 65 ετών και άνω,
6) τα αρνητικά φυσικά ισοζύγια (Φ.Ι.) μετά το 2010 (ισοζύγια που θα ήταν αρνητικά χωρίς τους αλλοδαπούς πολύ νωρίτερα, από τις αρχές της δεκαετίας του 2000),
7) το επίσης αρνητικό μεταναστευτικό ισοζύγιο την τελευταία δεκαπενταετία (περισσότεροι έξοδοι από είσοδοι),
8) τη μείωση του συνολικού πληθυσμού μετά το 2010, απόρροια των αρνητικών φυσικών και μεταναστευτικών ισοζυγίων και τέλος,
9) τις σημαντικές διαφοροποιήσεις σε περιφερειακό επίπεδο όλων των δημογραφικών δεικτών (μεταβολή του πληθυσμού στο διάστημα μεταξύ των δύο τελευταίων απογραφών[ii], φυσικά ισοζύγια γονιμότητα[iii], θνησιμότητα, γήρανση[iv] κ. ά.), διαφοροποιήσεις που αναδεικνύονται εξετάζοντας τις αποκλίσεις από τους μέσους εθνικούς όρους και που γίνονται όλο και πιο έντονες όταν περνάμε από τη χώρα στις Περιφέρειες, μετά στις Περιφερειακές Ενότητες και στη συνέχεια στους Δήμους (π.χ. την τριετία 2020-22, ενώ αναλογούσαν λιγότεροι από ένας θάνατος/γέννηση στη Μύκονο και τη Σαντορίνη, στους Δήμους Αργιθέας, Κεντρικών. Τζουμέρκων, Γ. Καραϊσκάκη και Λίμνη Πλαστήρα -ακραία παραδείγματα- αντιστοιχούσαν 12-14 θάνατοι ανά μία γέννηση).
Ταυτόχρονα, οι πρόσφατες προβολές του πληθυσμού (Ην. Έθνη, 2022 και Eurostat, EUROPOP-2023) συγκλίνουν για την περίοδο 2002-2050 ως προς τα εξής: i) τα φυσικά ισοζύγια θα παραμείνουν αρνητικά, καθώς οι θάνατοι θα συνεχίσουν να υπερτερούν των γεννήσεων, ii) ο συνολικός πληθυσμός, με δεδομένο το αρνητικό ισοζύγιο γεννήσεων–θανάτων, αν τα μεταναστευτικά ισοζύγια είναι μηδενικά, θα μειωθεί, όπως θα μειωθούν και οι κάτω των 65 ετών, iii) η γήρανση δεν πρόκειται να ανακοπεί, καθώς οι 65 ετών και άνω θα αυξηθούν κατά 650-700 χιλ., ενώ θα μειωθούν τόσο οι νέοι 0-19 ετών όσο και ο πληθυσμός ηλικίας 20-64, και τέλος iv) δεν αναμένεται να ανακοπεί η εξαιρετικά άνιση κατανομή του πληθυσμού στον χώρο.
Οι προαναφερθείσες εξελίξεις μας προβληματίζουν όλο και περισσότερο, καθώς οι προκλήσεις που θέτει το «δημογραφικό» είναι πολλαπλές. Η αντιμετώπισή τους προϋποθέτει τη συνειδητοποίηση από όλους μας – ιδιαίτερα, όμως, από τους επιφορτισμένους για τη λήψη μέτρων πολιτικής- ότι: α) η μεταβλητή πληθυσμός (μέγεθος, κατανομή ανά φύλο/ηλικία, κατανομή στον χώρο κ.λπ. ) επηρεάζει την οικονομική, κοινωνική και εδαφική ανάπτυξη και β) τα συστήματα δημογραφία, οικονομία, κοινωνία, καθώς και περιβάλλον είναι διασυνδεδεμένα και διέπονται από αμφίδρομες σχέσεις. Αν αυτό έχει συνειδητοποιηθεί, πρέπει να απαντηθούν δύο βασικά ερωτήματα: α) Μπορούμε να αναστρέψουμε βραχυ-μεσοπρόθεσμα κάποιες από τις προαναφερθείσες τάσεις και, β) αν αυτό δεν είναι δυνατόν, ποια μέτρα πρέπει να ληφθούν (μέτρα προσαρμογής καταρχάς, αλλά και μέτρα που θα επιτρέψουν ενδεχομένως μεσο-μακροπροθεσμα την αναστροφή κάποιων από τις τάσεις αυτές).
*Η αναπαραγωγή του συνόλου ή τμήματος του άρθρου αυτού απαγορεύεται χωρίς αναφορά στον συγγραφέα και τον δικτυακό τόπο ανάρτησής του.
[i]. Υπενθυμίζουμε ότι η Ελλάδα είχε αφενός μεν ανάμεσα στο 1994 και το 2019 τη μικρότερη ποσοστιαία αύξηση (+4%) του μέσου όρου ζωής αφετέρου δε τις υψηλότερες απώλειες σε έτη ζωής ανάμεσα στο 2019 και το 2021 σε σύνολο 16 χωρών-μελών της Ε.Ε. προ της διεύρυνσή της.
[ii]. Ενώ σε εθνικό επίπεδο η μείωση του πληθυσμού με βάση τις δύο τελευταίες απογραφές ανέρχεται στο -3,1, στις Π.Ε. κυμαίνεται από -14 έως +11%, στους Δήμους από -33 έως +18% και στις ΔΕ από -82 έως + 340%.
[iii]. Κατά το τελευταίο προ της πανδημίας έτος (2019), ο ετήσιος δείκτης γονιμότητας κυμαινόταν από 0,7 (Φωκίδα) έως 1,8 (Ζάκυνθος), όταν ο μέσος εθνικός ανερχόταν στο 1,3 παιδιά/γυναίκα.
[iv]. Με βάση τις εκτιμήσεις της ΕΛΣΤΑΤ το 2020, σε εθνικό επίπεδο, το ποσοστό των 65 ετών και άνω ανέρχεται στο 22,5% και αυτό των >=85 ετών στο 3,6 %. 10 νομούς όμως «προπορεύονται», με το 28% του πληθυσμού τους να είναι >=65 ετών, ενώ σε 2 από αυτές το υπερβαίνει ακόμη και το 30% (εγγίζει, δηλαδή, το αναμενόμενο σε εθνικό επίπεδο το 2050). Ο αναλογών αριθμός ατόμων 85+ σε 100 άτομα 65+ αφήνει να διαφανεί ότι, αν το 2020, σε εθνικό επίπεδο αντιστοιχούν λίγο λιγότερα από 16 άτομα ηλικίας 85+ σε 100 άτομα ηλικίας 65+, σε 15 με συνολικό πληθυσμό που εγγίζει το 1 εκατομ. το 2020 (το 9% του συνολικού πληθυσμού στο 25,5% της επικράτειας) αντιστοιχούν περισσότερα από 18 άτομα 85 και άνω σε 100 άτομα 65 και άνω, και, σε 4 (Λακωνία, Αρκαδία, Φωκίδα και Ευρυτανία) περισσότερα από 20. Οι 4 αυτοί Νομοί έχουν επομένως, ήδη, υπερβεί το 2020 την αναλογία που αναμένουμε να έχουμε σε εθνικό επίπεδο μετά από 30 χρόνια (το 2050), ενώ οι άλλοι 11 αναμένεται να την ξεπεράσουν στις αρχές της επομένης δεκαετίας. Οδεύουμε, επομένως, προς έναν συνδυασμό «γήρανσης» και «υπεργηρίας» σε περισσοτέρους από 1 στους 4 Νομούς της χώρας μας, με αποτέλεσμα σύντομα (πολύ πριν το 2050) να έχουμε μια ομάδα στην οποία οι 65 ετών και άνω θα υπερβαίνουν το 1/3 του πληθυσμού τους με το 1/4 των=>65 ετών να είναι 85ετών και άνω.