Περιφερειακές και ενδοπεριφερειακές δημογραφικές ανισότητες στην Ελλάδα

Βύρων Κοτζαμάνης, Δ/ντής ερευνών Ι.Δ.Ε.Μ. (*)

Οι περιφερειακές ανισότητες στη χώρα μας, ιδιαιτέρα μετά το 2010, αποτελούν αντικείμενο εντόνου ενδιαφέροντας τόσο από ακαδημαϊκή όσο και από πολιτική σκοπιά. Το ενδιαφέρον αυτό επικεντρώνεται σχεδόν αποκλειστικά στις έντονες οικονομικές ανισότητες, καθώς η Ελλάδα, αν και έχει λάβει μετά το 1989 γενναίες χρηματοδοτήσεις, εντάσσεται ακόμη και σήμερα στην ομάδα εκείνη των χωρών της Ε.Ε που διαχρονικά υστερούν όσον αφορά την σύγκλιση χαρακτηριζόμενες ταυτόχρονα και από εντονότατες ενδοπεριφερειακές ανισότητες. Αυτό οφείλεται κυρίως στο ότι η χώρα μας δεν είχε, και συνεχίζει να μην έχει, μια ολοκληρωμένη εθνική στρατηγική περιφερειακής ανάπτυξης, στηριζόμενη σχεδόν αποκλειστικά στον ευρύτερο ευρωπαϊκό σχεδιασμό και στις χρηματοδοτήσεις του ενώ ταυτόχρονα ο σχεδιασμός και η υλοποίηση των όποιων μέτρων διέπονται από έντονο πολιτικό και διοικητικό συγκεντρωτισμό.

Η απουσία όμως μιας ολοκληρωμένης εθνικής στρατηγική περιφερειακής ανάπτυξης δεν αποτυπώνεται μόνον στους οικονομικούς περιφερειακούς και ενδοπεριφερειακούς οικονομικούς δείκτες. Αποτυπώνεται όλο και εντονότερα με βάση τις αναλύσεις του Ινστιτούτου Δημογραφικών Ερευνών και Μελετών (ΙΔΕΜ) στην εξαιρετικά άνιση κατανομή του πληθυσμού στον χώρου και στην υπερσυγκέντρωσή του σε ένα εξαιρετικά περιορισμένο τμήμα της επικράτειας, καθώς ένας στους δυο μονίμους κατοίκους διαμένει (απογραφή 2021) σε 75 από τις 6138 Δημοτικές Τοπικές Κοινότητες που καλύπτουν μόλις το 2% της επικράτειας και 8 στους 10 σε 710 μόνον από τους 13.589 οικισμούς της χώρας μας. Αποτυπώνεται όμως, με βάση τις αναλύσεις του ΙΔΕΜ και σε πλήθος δημογραφικών δεικτών (μεταβολή του πληθυσμού ανάμεσα στις απογραφές, φυσικά ισοζύγια, εσωτερική και εξωτερική μετανάστευση, γονιμότητα θνησιμότητα, γήρανση..) καθώς οι αποκλίσεις από τους μέσους εθνικού όρους γίνονται όλο και πιο έντονες όταν περνάμε από το εθνικό επίπεδο στις Περιφέρειες, μετά στις Περιφερειακές Ενότητες (Π.Ε) και στη συνέχεια στους Δήμους και στις Δημοτικές Ενότητες (Δ.Ε). Ενδεικτικά και μόνον θα αναφέρουμε κάποιες από αυτούς:
• Ενώ σε εθνικό επίπεδο η μεταβολή (αρνητική) του πληθυσμού μας ανάμεσα στις δύο τελευταίες απογραφές ανέρχεται στο -3,1%, στις Π.Ε κυμαίνεται από -14 έως +11%, στους Δήμους από -33 έως +18% και στις Δημοτικές Ενότητες από -82 έως >+300%;
• Το τελευταίο προ της πανδημίας έτος (2019) ο ετήσιος δείκτης γονιμότητας κυμαινόταν από 0,7 (Φωκίδα) έως 1,8 παιδιά/γυναίκα (Ζάκυνθος), όταν ο μέσος εθνικός ανερχόταν στο 1,3;
• H βρεφική θνησιμότητα το 2022 στην Αν. Μακεδονία και Θράκη (7,5ο/οο) είναι υπερδιπλάσια του μέσου εθνικού όρου και υπερ-τριπλάσια αυτής της Ηπείρου;
• Το 2014-2019 ενώ σε εθνικό επίπεδο κατεγράφησαν 1,3 θάνατοι ανά γέννηση στις Περιφέρειες αντιστοιχούσαν από 0,85 έως1,59 θάνατοι /γέννηση, στις Π.Ε. από 0,5 έως 1,8, στους Δήμους από 0,45 έως 16 και στις Δ.Ε. από 0,3 – 39;
• Ενώ σε εθνικό επίπεδο τα άτομα αναπαραγωγικής ηλικίας (20-49 ετών) στη τελευταία απογραφή αποτελούν το 37,3% του συνόλου, στις Π.Ε το ποσοστό αυτό κυμαίνεται από 43,9% (μέγιστο, Μύκονος) έως 28,5% (ελάχιστο, Ευρυτανία), ενώ ο Δήμος Θήρας έχει υπερδιπλάσιο πληθυσμό 20-49 ετών (44,5%) από αυτόν του Δήμου Κεντρικών Τζουμέρκων (20,9%) και λίγο περισσότερες γυναίκες από άνδρες στις αναπαραγωγικές ηλικίες σε αντίθεση με τον Δ. Κ. Τζουμέρκων όπου αντιστοιχούν 75 γυναίκες σε 100 άνδρες;
• Όταν σε επίπεδο χώρας το 29,5% του πληθυσμού είναι 60 ετών και άνω, το ποσοστό αυτό στην Π.Ε Ευρυτανίας (43%) είναι κατά εικοσιπέντε μονάδες υψηλότερο από το αντίστοιχο στην Π.Ε Μυκόνου (μόλις 18%), ενώ σε επίπεδο Δήμων η διαφορά ανάμεσα στον Δ. Μυκόνου και στους δυο Δήμους των Τζουμέρκων είναι τεράστια: στον πρώτο οι 60 και άνω αποτελούν λιγότερο από το 1/5 του πληθυσμού (μόλις το18,0%) ενώ στους τελευταίους υπερβαίνουν το 58%….

Η εξαιρετικά άνιση κατανομή του πληθυσμού στον ελλαδικό χώρο, αποτέλεσμα του μεταπολεμικού μοντέλου ανάπτυξης και της απουσίας χωροταξικού σχεδιασμού, συνοδεύεται επομένως όχι μόνον από την άνιση κατανομή στο χώρο του του εργατικού δυναμικού, των οικονομικών δραστηριοτήτων και του παραγομένου πλούτου αλλά και από εξαιρετικά διαφοροποιημένους δημογραφικούς δείκτες. Οι έντονες δημογραφικές ανισότητες σε περιφερειακό και ενδοπεριφερειακό επίπεδο υποθηκεύουν, εκτός των άλλων, την ανάπτυξη και την εδαφική συνοχή της χώρας μας έχοντας επηρεάσει και τον δυναμισμό πολλών περιοχών της όπου καταγράφονται πλέον ετησίως υψηλές αναλογίες θανάτων ανά γέννηση και υψηλοί ρυθμοί μείωσης και γήρανσης του πληθυσμού, οδηγώντας αναπόφευκτα στη δημογραφική τους κατάρρευση.

 

* Η αναπαραγωγή τμήματος ή του συνόλου του άρθρου αυτού απαγορεύεται χωρίς αναφορά στον συγγραφέα και τον δικτυακό τόπο ανάρτησής του.