Οι υψηλοί ετήσιοι δείκτες γονιμότητας των πρώτων μεταπολεμικών στις ευρωπαϊκές χώρες (>2,5 παιδιά/γυναίκα), αποτελούν πλέον μακρινό παρελθόν. Οι ετήσιοι δείκτες μετά το 1970 συρρικνώνονται και τα τελευταία χρόνια (2022 -2023) στις περισσότερες από τις ευρωπαϊκές χώρες καταγράφονται εξαιρετικά χαμηλές τιμές (<=1,5 παιδιά/γυναίκα).
Στο σύντομο αυτό άρθρο αυτό εξετάζουμε τους δείκτες αυτούς σε 30 ευρωπαϊκές χώρες από το 1970 έως και το 2023 (54 συνεχόμενα έτη) ταξινομώντας τις χώρες με βάση τον αριθμό των ετών που καταγράφηκαν πολύ χαμηλές τιμές (<=1,5 παιδιά/γυναίκα). Από τη ανάλυση των δεδομένων μας προκύπτει ότι σε κάποιες χώρες (10 συνολικά) είτε οι ετήσιοι δείκτες δεν έπεσαν ποτέ κάτω από τα 1,5 παιδιά/γυναίκα (Γαλλία και Ισλανδία), είτε, σε κάποιες άλλες ο αριθμός των ετών με τόσο χαμηλές τιμές ήταν εξαιρετικά περιορισμένος (1-14 από τα 54 εξεταζόμενα έτη). Στο άλλο άκρο, πέντε από τις 30 χώρες (Αυστρία, Ελλάδα, Ισπανία, Ιταλία και Γερμανία) χαρακτηρίζονται από πολύ χαμηλούς ετήσιους δείκτες (<=1,5 παιδιά/γυναίκα) για πάρα πολλά χρόνια (35 ή και περισσότερα). Δεν είναι δε τυχαίο ότι οι 10 χώρες της πρώτης ομάδας χαρακτηρίζονται από την ανάπτυξη -εκτός των άλλων- στοχευμένων πολιτικών, οι οποίες, με την ταυτόχρονη ανάπτυξη ενός αποτελεσματικού κράτους πρόνοιας, στηρίζουν την οικογένεια και το παιδί. Αντιθέτως, όσες χώρες βρίσκονται στον αντίποδα χαρακτηρίζονται από την απουσία ενός ευνοϊκού περιβάλλοντος για την απόκτηση του επιθυμητού αριθμού παιδιών από τις γενεές εκείνες που διέτρεξαν την μετά το 1970 περίοδο σε αναπαραγωγική ηλικία (20-45 ετών).