Βύρων Κοτζαμάνης, Δ/ντής ερευνών Ι.Δ.Ε.Μ. (*)
02.04.2024
Η μείωση του πληθυσμού μας, εξαιτίας της υπεροχής των θανάτων έναντι των γεννήσεων τις αμέσως επόμενες δεκαετίες δεν είναι δυνατόν να αποφευχθεί, μπορεί απλώς να περιορισθεί. Ο περιορισμός των αρνητικών φυσικών ισοζυγίων (πολύ περισσότεροι θάνατοι από γεννήσεις) προϋποθέτει τη συγκράτηση της αύξησης των πρώτων -άμεση επίπτωση της γήρανσης- και, κυρίως-, την αύξηση των γεννήσεων από τα σημερινά πολύ χαμηλά επίπεδα (<73 χιλ. το 2023). Οι θάνατοι -ελλείψει μέτρων πολιτικής, ανάμεσα στα άλλα και την ενίσχυση του δημοσίου συστήματος υγείας, που θα στοχεύουν και στην ταχύτατη μείωση της θνησιμότητας των ώριμων και μεγάλων ηλικιών), μέτρων, δηλαδή, που δεν θα μειώσουν μόνον τη θνησιμότητα, αλλά αποτελούν ταυτόχρονα και την αναγκαία συνθήκη για την «υγιή και ενεργή γήρανση» των ηλικιωμένων στο μέλλον- θα κυμανθούν τα επόμενα 26 χρόνια (2024-2049) γύρω από τα 3,4 εκατομ. (δυσμενές σενάριο) έως γύρω από τα 3,25 εκατομ. (ευνοϊκότατο σενάριο). Ενδεικτικά δε και μόνον αναφέρουμε ότι την 2 ετία 1994-2019 είχαμε 2,82 εκατομ. θανάτους. Οι γεννήσεις, τα επόμενα 26 χρόνια, αν δεν δημιουργηθεί ένα εξαιρετικά ευνοϊκό περιβάλλον για την οικογένεια και το παιδί δεν αναμένεται να υπερβούν κατά πολύ τα 1,9 εκατομ. (2,64 εκατομ. την 26ετία 1994-2019). Η προοδευτική δημιουργία του περιβάλλοντος αυτού προϋποθέτει μέτρα που θα επιτρέψουν στα νεότερα ζευγάρια να αποκτήσουν των αριθμό των παιδιών που επιθυμούν, έναν αριθμό που είναι πολύ υψηλότερος από αυτόν που πράγματι φέρνουν σήμερα στον κόσμο.
Τα μέτρα αυτά πρέπει να στοχεύουν κυρίως:
α) στη μείωση του (άμεσου ή έμμεσου) οικονομικού κόστους που προκύπτει από τη γέννηση και το μεγάλωμα ενός παιδιού, β) στην εναρμόνιση της οικογενειακής με την επαγγελματική ζωή,
γ) στην άρση των έμφυλων διακρίσεων τόσο στον δημόσιο όσο και στην ιδιωτικό βίο (με βάση τον Gender Equality Index βρισκόμαστε στην 24η θέση στην Ε.Ε),
δ) στη λύση του στεγαστικού προβλήματος μέσω ενός εκτεταμένου προγράμματος κοινωνικής κατοικίας,
ε) στην αύξηση των διαθέσιμων εισοδημάτων τους,
στ) στην άρση του κλίματος αβεβαιότητας για το μέλλον και
ζ) στη μερική έστω προστασία από κινδύνους που μπορεί να αντιμετωπίσουν στο μέλλον οι γονείς.
Αν τα μέτρα αυτά ληφθούν, θα επιτρέψουν στα νέα ζευγάρια να ανακόψουν αρχικά την πτωτική πορεία της γονιμότητάς τους (οι γυναίκες που γεννήθηκαν γύρω από το 1985 θα κάνουν λίγο λιγότερα από 1,5 παιδιά, ενώ οι μητέρες τους έφεραν στον κόσμο 2,1) και, στη συνέχεια, να την αυξήσουν προοδευτικά με αποτέλεσμα οι γενεές που γεννήθηκαν μετά το 2010 να αποκτήσουν έως και 1,8 παιδιά. Η αλλαγή αυτή, λαμβάνοντας υπόψη και την αναμενόμενη επιβράδυνση της αύξησης της μέσης ηλικίας στην απόκτηση των παιδιών, θα οδηγήσει προοδευτικά και στην αύξηση των ετήσιων δεικτών της γονιμότητας από 1,3-1,4 σήμερα στα 1,70-1,8 παιδιά/γυναίκα την δεκαετία του 2040. Αλλά, ακόμη και αν αυτό επιτευχθεί, οι γεννήσεις δεν πρόκειται να ξεπεράσουν τα 2,1 εκατομ. το 2024-2049, καθώς το πλήθος των ατόμων σε ηλικία απόκτησης παιδιών θα συνεχίσει να μειώνεται μέχρι τα μέσα του αιώνα μας. Επομένως, το έλλειμμα γεννήσεων έναντι των θανάτων στην υπόθεση ενός μηδενικού μεταναστευτικού ισοζυγίου (είσοδοι-έξοδοι =0) αναμένεται να κυμανθεί από -1,50 (δυσμενές σενάριο) έως -1,15 εκατομμύρια (ευνοϊκότατο). Αυτό θα είναι σε γενικές γραμμές και το εύρος της αναμενόμενης μείωσης του συνολικού πληθυσμού ανάμεσα στο 2024 και το 2050, εάν η μεταναστευτική ζυγαριά είναι μηδενική.
Η διαφορά των 350 χιλ. μεταξύ των δύο σεναρίων θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί περιορισμένη και σε αναντιστοιχία με το κόστος των απαιτούμενων μέτρων. Η εκτίμηση αυτή βασίζεται σε μια κοντόφθαλμη θεώρηση και σε μια μετατόπιση των προβλημάτων στον μέλλον: Τα μέτρα για τη μείωση της θνησιμότητας δεν θα επιβραδύνουν μόνον την αύξηση των θανάτων τις επόμενες δεκαετίες, αλλά -εκτός των άλλων- θα δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις για μια «υγιή και ενεργή γήρανση», και, επομένως, και σε σημαντικές οικονομίες μεσο-μακροπρόθεσμα. Τα μέτρα για τη δημιουργία ενός εξαιρετικά ευνοϊκού περιβάλλοντος για την οικογένεια και το παιδί, θα επιτρέψουν μεσοπρόθεσμα την επιβράδυνση της συρρίκνωσης της γονιμότητας και των γεννήσεων -και επομένως τον περιορισμό των αρνητικών φυσικών ισοζυγίων- και, ταυτόχρονα, μακροπρόθεσμα, την σταθεροποίηση της γήρανσης καθώς και μια ποιο εξισορροπημένη σχέση ανάμεσα στις γεννήσεις και τους θανάτους (υπενθυμίζουμε το 2020-23 αντιστοιχούσαν σε εθνικό επίπεδο σχεδόν 1,7 θάνατοι/γέννηση).
(Η μείωση του πληθυσμού μας φυσικά θα μπορούσε να περιορισθεί ακόμη περισσότερο αν το μεταναστευτικό ισοζύγιο τις αμέσως επόμενες δεκαετίες δεν είναι μηδενικό ή αρνητικό, αλλά θετικό. Με βάση το εκτιμώμενο εύρος του ελλείμματος των γεννήσεων έναντι των θανάτων η σταθεροποίηση του πληθυσμού μας γύρω από τα σημερινά επίπεδα (10,35 εκατομ.) απαιτεί από δημογραφική σκοπιά ένα θετικότατο μεταναστευτικό ισοζύγιο, δηλ. 1,0 έως 1,3 εκατομ. περισσότερες εισόδους από εξόδους (40-50 χιλ. κατά μέσο ετησίως, δηλ. ένα ισοζύγιο υψηλότερο ακόμη και αυτού που είχαμε την περίοδο 1991-2010). Αν και η μελλοντική πορεία του ισοζυγίου αυτού είναι αβέβαιη ένα τόσο υψηλό θετικό πλεόνασμα είναι για πλήθος λόγων ανέφικτο. Ένα «ήπιο», όμως, μέσο θετικό ισοζύγιο της τάξης των 18-20 χιλ. ετησίως (470-520 χιλ. συνολικά για το 2024-2049) θα συνέβαλε καθοριστικά στην επιβράδυνση τόσο της μείωσης του συνολικού πληθυσμού όσο και αυτήν των ατόμων εργάσιμης ηλικίας (και, κατ’ επέκταση, και σε μια επιβράδυνση της αύξησης του ειδικού βάρους των ηλικιωμένων στο συνολικό πληθυσμό, της δημογραφικής, δηλαδή, γήρανσης).
*Η αναπαραγωγή τμήματος ή του συνόλου του άρθρου αυτού απαγορεύεται χωρίς αναφορά στον συγγραφέα και τον δικτυακό τόπο ανάρτησής του.