Είναι δυνατόν να μη μειωθούν οι εργαζόμενοι στην Ελλάδα;

Βύρων Κοτζαμάνης, Δ/ντής ερευνών Ι.Δ.Ε.Μ. (*)

03.04.2024

Είναι δυνατόν να μην μειωθούν οι εργαζόμενοι στην Ελλάδα παρ’ όλη τη μη αναστρέψιμη μείωση τόσο του συνολικού πληθυσμού  όσο και του πληθυσμού  εργάσιμης ηλικίας;

Η συνεχιζόμενη μείωση του συνολικού πληθυσμού στην Ελλάδα μέχρι το 2050, με δεδομένη τη μη αναστρέψιμη αύξηση των ηλικιωμένων, θα συνοδευτεί, αν το μεταναστευτικό μας  ισοζύγιο είναι μηδενικό,  και με τη μείωση του πλήθους των ατόμων εργάσιμης ηλικίας (20-64 ετών) κατά 1,6-1,7 εκατομ. ανάμεσα στο 2023 και το 20250 (από 6,1 σε 4,4-4,5 εκατομ.).   Τίθεται έτσι το ερώτημα αν, παρ’ όλα αυτά,  μπορεί να αποφευχθεί η μείωση του πλήθους (4,0 εκατομμύρια σήμερα)  των εργαζομένων της ηλικιακής αυτής ομάδας;

Ο στόχος αυτός είναι εφικτός υπό δύο όρους:

  1. Aν αυξηθεί στις ηλικίες 20-64 ετών το ποσοστό συμμέτοχης στην απασχόληση, % που σήμερα είναι από τα χαμηλότερα στην ΕΕ (<67%), καθώς έχουμε αφενός μεν από τα χαμηλότερα ποσοστά συμμετοχής της ηλικιακής αυτής ομάδας στο εργατικό δυναμικό αφετέρου δε από τα υψηλότερα ποσοστά ανεργίας. Το σημερινό αυτό μειονέκτημα μπορεί στο μέλλον να μετατραπεί σε «πλεονέκτημα» προοδευτικά, με ορίζοντα πάντοτε το 2050, να αυξηθούν τα ποσοστά συμμετοχής των 20-64 ετών στον οικονομικά ενεργό πληθυσμό και να μειωθούν τα ποσοστά  ανεργίας της με αποτέλεσμα οι απασχολούμενοι το 2050 να αποτελούν το 82%  των 20-64 ετών (το ποσοστό αυτό   καταγράφεται, ήδη, σήμερα σε μια σειρά χωρών της Β. Ευρώπης). Στην περίπτωση αυτή, οι εργαζόμενοι  ηλικίας 20-64 ετών το 2050 θα μειωθούν μόνον  κατά 300400 χιλ. περίπου (από 4, το 2023 σε 3,6-3,7  εκατομ. το 2050). Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι, ενώ ο πληθυσμός εργάσιμης ηλικίας 20-64 ετών στην υπόθεση πάντοτε μιας μηδενικής μετανάστευσης αναμένεται να μειωθεί κατά 26-28% (από 6,1 σήμερα στα 4,4-4,5 εκατομ. το 2050), οι απασχολούμενοι 20-64 ετών θα μειωθούν μόλις κατά 8-10%. Η μείωση αυτή σε πλήρη αναντιστοιχία με τη μείωση κατά 26-28 % των 20-64 ετών, μέσω ενός και μόνον πεδίου μίας και μόνον διάστασης του οικονομικού μοντέλου, αναδεικνύει επομένως τον καίριο ρόλο της οικονομικής συνιστώσας.
  2.  Aν αντί για ένα μηδενικό μεταναστευτικό ισοζύγιο έχουμε μια θετική μεταναστευτική ζυγαριά το 2022-2049 της τάξης των 20 χιλ./έτος. Η ζυγαριά αυτή, θα περιόριζε κατά 500 χιλ. τη μείωση του συνολικού πληθυσμού (η μείωση θα κυμαίνεται από 650 χιλ.   έως 1 εκατομ. ανάμεσα στο 2024 και το 2050 αντί για 1,15-1,5 εκατομ.) και θα προσέθετε  300-350 χιλ. περίπου άτομα στους απασχολουμένους 20-64 ετών, με αποτέλεσμα τελικά το πλήθος τους να μην μειωθεί ανερχόμενο το 2050 στα 4,0  εκατομ.[i]

Είναι προφανές όμως ότι ακόμη και αν ισχύσουν οι  δύο προαναφερθέντες όροι -με δεδομένη τη μη αναστρέψιμη γήρανση- η αναλογία εργαζομένων προς άτομα 65 ετών και άνω (δεχόμενοι ότι τόσο σήμερα όσο και το  2050 όλοι οι άνω των 65 είναι μη ενεργοί και «εξαρτώμενοι», υπόθεση που προφανώς δεν ισχύει) θα μεταβληθεί επί το δυσμενέστερο, καθώς ενώ το 2023 αντιστοιχούν 1,7 εργαζόμενοι 20-64 ετών/1 άτομο 65+ (4/2,4 εκατομμύρια), το 2050 θα αντιστοιχούν 1,30 (4,0/3,1 εκατομμύρια). Αν, αντιθέτως, οι προαναφερθέντες όροι δεν πληρωθούν το 2050  θα αντιστοιχεί μόνον  ένας εργαζόμενος ανά ένα άτομο 65+. Οι δημογραφικές μας εξελίξεις επιτάσσουν επομένως σημαντικές αλλαγές (αλλαγές, όμως, που επιβάλλονται ακόμη και αν το πλήθος  των ατόμων εργάσιμης ηλικίας δεν μειωνόταν εξαιτίας  του «δημογραφικού», αλλά παρέμενε σταθερό).

Η συνεισφορά, όμως, στον «συλλαμβανόμενο» παραγόμενο πλούτο ως έναν βαθμό μόνον εξαρτάται από το πλήθος των εργαζομένων. Εξαρτάται και από πλήθος άλλων παραμέτρων, όπως από την ποιότητα του  «ανθρωπίνου κεφαλαίου» (υγεία, παιδεία), από την έκταση της μη επίσημης εργασίας κ.λπ. Διαπιστώνεται δε ταυτόχρονα ότι η ελληνική οικονομία διολισθαίνει σταδιακά σε χαμηλότερα επίπεδα εισοδημάτων και ευημερίας, υποχωρώντας σε πολλές ουσιώδεις κατηγορίες σε σχέση με τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες.  Χαρακτηρίζεται ειδικότερα, εκτός των άλλων,  και από αργή  ενσωμάτωση καινοτόμων μεθόδων παραγωγής και νέων τεχνολογιών, από χαμηλές επιδόσεις σε όρους διεθνούς ανταγωνιστικότητας και χαμηλή προστιθέμενη αξία  σε πολλούς παραγωγικούς τομείς (Η  Ελλάδα π.χ.  κατατάσσεται  σε πολύ χαμηλές θέσεις -41η στον παγκόσμιο Δείκτη Καινοτομίας και 57η στον παγκόσμιο Δείκτη Ανταγωνιστικότητας-με μόνη την Κροατία να βρίσκεται  κάτω από αυτήν και στους δύο δείκτες ανάμεσα στις χώρες της ΕΕ -βλ. Σχέδιο ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας–  ενώ, με βάση πρόσφατα στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας (2022)  κατατάσσεται στη 56η, 52η, 50η και 45η  θέση ως προς την προστιθέμενη αξία αντίστοιχα στη βιομηχανία, τη γεωργία, τη βιοτεχνία και τις υπηρεσίες  (πολύ κάτω ακόμη και από την Τουρκία) και προφανώς και στις χαμηλότερες θέσεις στην ΕΕ όσον αφορά την παραγωγικότητα με βάση τον δείκτη ΑΕΠ σε σταθερές τιμές ανά ώρα εργασίας (Ελλάδα 17 το 2002, μέσος στην  ΕΕ 36, Δ =19μονάδες). Χωρίς σημαντικές αλλαγές, αν λάβουμε υπόψη και τις υφιστάμενες δεσμεύσεις μας (βλ. δημόσιο χρέος), ακόμη και αν η αναλογία εργαζομένων/άτομα 65+ παρέμενε σταθερή στα σημερινά επίπεδα (ανέφικτο όπως είδαμε) θα κληθούμε να αντιμετωπίσουμε σημαντικά προβλήματα στη χρηματοδότηση -εκτός των άλλων-  και του κράτους πρόνοιας, των συντάξεων, της υγείας, της παιδείας και της εθνικής  μας άμυνας. Οι προαναφερθείσες μη αναστρέψιμες μεσοπρόθεσμα δημογραφικές μας εξελίξεις επιτάσσουν επομένως επιπλέον αλλαγές στο παραγωγικό μας  μοντέλο σε μια περίοδο που χαρακτηρίζεται από τη μετάβαση στην ψηφιακή οικονομία και την υποκατάσταση εν μέρει της ανθρώπινης εργασίας από αυτοματοποιημένα συστήματα. 

Οι προκλήσεις είναι προφανείς: Αύξηση της συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό με ταυτόχρονη μείωση της ανεργίας, εκσυγχρονισμός της παραγωγικής βάσης, επενδύσεις με έμφαση στις νέες τεχνολογίες, αύξηση των ψηφιακών δεξιοτήτων των νεότερων εργαζομένων1 και δημιουργία συνθηκών που θα επιτρέψουν την προσαρμογή των εχόντων σήμερα ηλικία > 45 έτη στις νέες συνθήκες μέσω της ανάπτυξης της δια βίου μάθησης, εκμετάλλευση οικονομίων κλίμακας και τεχνολογιών αιχμής ως και συρρίκνωση της μη επίσημης εργασίας και περιορισμός της φοροδιαφυγής.

[i]. Ωστόσο, αν δεν περιορισθούμε στην ομάδα 20-64 ετών, οφείλουμε να αναφέρουμε και τη δυνατότητα αύξησης των ποσοστών απασχόλησης στις ηλικίες 65-69 ετών, με την πλήρη κατάργηση και των όποιων μέτρων δεν διευκολύνουν την απασχόληση των συνταξιούχων.